Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

«Αυτή είναι ημέρα των εργαζομένων, η δική μας μέρα. Εμπρός»


     Οι εργατικοί αγώνες που συνέβησαν στο Σικάγο το 1886 καθιέρωσαν την 1η Μαΐου ως
εργατική γιορτή από τη Δεύτερη Σοσιαλιστική Διεθνή στο Παρίσι, ενώ στη χώρα μας, ο πρώτος
εορτασμός της εργατικής πρωτομαγιάς έγινε το 1893 στην Αθήνα με πρωτοβουλία του Κεντρικού
Σοσιαλιστικού Συλλόγου.
Η πρωτομαγιά θα πρέπει να είναι απεργία -και όχι αργία- που θα οργανώνεται από τους ίδιους
τους εργαζόμενους που διαχρονικά παλεύουν ενάντια στην εκμετάλλευσή τους από το κεφάλαιο. Βέβαια, πολύ περισσότερο σήμερα που έχουν καταπατηθεί εργασιακά δικαιώματα αιώνων θα πρέπει όλοι μας, φοιτητές και εργαζόμενοι – άνεργοι, να συναντηθούμε στο δρόμο του αγώνα διεκδικώντας τα αυτονόητα και όχι να την αντιμετωπίσουμε ως μια ακίνδυνη αργία, έτσι όπως θέλει το κράτος και οι ξεπουλημένοι συνδικαλιστές να την καταστήσουν. Πολλοί από εμάς ίσως να ξέρουμε ότι κάποτε μια 1η Μαΐου κάποιοι εργάτες κατέκτησαν την οκτάωρη εργασία, αλλά ποτέ δεν μας έμαθαν, κι όχι τυχαία φυσικά, τι ακριβώς συνέβη τότε και πως αγωνίστηκαν αυτοί οι άνθρωποι. Η ιστορία των λαών είναι ιστορία ταξικών αγώνων και για αυτό ακριβώς παραποιείται επιμελώς από την άρχουσα τάξη.
Η ιστορική λήθη είναι μεγάλη αδυναμία του ανθρώπου και οποιουδήποτε επαναστατικού κινήματος μέσα στην κοινωνία. Γι αυτό λοιπόν θα πρέπει εμείς να γνωρίζουμε τους ιστορικούς αγώνες που έχει δώσει η εργατική τάξη, ώστε να εμπνεόμαστε και να παραδειγματιζόμαστε απ’ αυτούς, αλλά και να αποφεύγουμε τα λάθη του παρελθόντος.

Πώς «γεννήθηκε» η εργατική Πρωτομαγιά

Οι πρώτες κινητοποιήσεις

     Στο Σικάγο, μια πόλη με μεγάλη βιομηχανία, επικρατούσαν άθλιες συνθήκες εργασίας, οι
εργαζόμενοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα παρά ήταν εργαλεία στις βουλές των αφεντικών τους και
για το λόγο αυτό άρχισαν να πολιτικοποιούνται και να οργανώνονται στα πλαίσια των ιδεών του
σοσιαλισμού και της αναρχίας. Βέβαια, όσο οξύνονταν οι εργατικές κινητοποιήσεις τόσο οξύνονταν
οι αστυνομικές και παρακρατικές επιθέσεις. Το αίτημα για μείωση του εργατικού ωραρίου και
καθιέρωση της 8ωρης εργασίας άρχισε να ακούγεται στους κόλπους των εργατών πολύ πριν το 1886,
αλλά η συντηρητική συνδικαλιστική ηγεσία προσπαθούσε να αποτρέψει τον εργατικό ξεσηκωμό,
αντιτιθέμενη στις απεργίες και προβάλλοντας ως μέσο διεκδίκησης το διάλογο.
     Το τοπικό Συνδικάτο Καπνεργατών, τον Ιούνιο του 1884, κάλεσε όλα τα συνδικάτα της πόλης
να αποχωρήσουν από τη συντηρητική Συνασπισμένη Επαγγελματική και Εργατική Συνέλευση
και να οργανώσουν ένα Κεντρικό Εργατικό Συνδικάτο με καθαρά αγωνιστική πολιτική. Τέσσερα
συνδικάτα γερμανών εργατών απάντησαν στο κάλεσμα -οι μεταλλουργοί, οι εργάτες των σφαγείων,
οι ξυλεργάτες και οι επιπλοποιοί- και αποδέχτηκαν μια κοινή διακήρυξη αρχών: “όλη η γη αποτελεί
κοινωνική κληρονομιά, ο πλούτος είναι δημιούργημα της εργασίας, δεν μπορεί να υπάρχει καμία
αρμονία ανάμεσα στους εργάτες και το κεφάλαιο, κάθε εργάτης οφείλει να αποσπαστεί από
τα καπιταλιστικά πολιτικά κόμματα και ν’ αφοσιωθεί στο συνδικάτο”. Για ένα χρόνο η ανάπτυξη
του νέου Κεντρικού Εργατικού Συνδικάτου ήταν μικρή, παρόλα αυτά, στο τέλος του 1885 είχαν
προσχωρήσει σε αυτό 22 συνδικάτα από τα οποία τα 11 ήταν τα μεγαλύτερα στην πόλη. Έτσι,
δημιουργήθηκε μια πρωτοβουλία για την καθιέρωση του οκτάωρου που την ανέλαβε ο Σύνδεσμος
για την Καθιέρωση του Οκτάωρου.


1η Μαΐου 1886: Η απεργία αρχίζει

     Η απεργία ξεκίνησε στο Σικάγο με φοβερή ορμητικότητα και με τεράστιες ελπίδες επιτυχίας, καθώς πήραν μέρος περίπου 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια των ΗΠΑ, ενώ στο δρόμο συγκεντρώθηκαν περίπου 90.000 άνθρωποι. Αντιμετωπίζοντας ένα τέτοιο μαζικό κίνημα ο αρχηγός της αστυνομίας  Έμπερσολντ κατάλαβε ότι η κατάσταση είναι δύσκολη και ζήτησε να βρίσκεται σε επιφυλακή, το Σάββατο, 1η Μαΐου, ολόκληρη η δύναμη της αστυνομίας ενισχύθηκε από ιδιωτικούς μπασκίνες και ειδικούς χαφιέδες. Παρόλες, όμως, τις πολεμικές προετοιμασίες, το Σάββατο κύλησε ειρηνικά με πορείες και μαζικές συγκεντρώσεις όπου ακούστηκαν λόγοι στα πολωνικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά και τη βοημική διάλεκτο.
     Αντιμέτωποι με μιαν απεργία που παρουσίαζε απρόβλεπτη δύναμη και διάθεση αλληλεγγύης,
οι μεγάλοι επιχειρηματίες και βιομήχανοι συνασπίστηκαν για να τη συντρίψουν. Το πρωί της
πρωτομαγιάς συνεδρίασαν οι εκπρόσωποι των μεγάλων πλανιστηρίων για να αποφασίσουν με ποιο
τρόπο θα αντιδράσουν ενάντια στους απεργούς. Το ίδιο βράδυ πήραν μέρος σ’ αυτή τη συγκέντρωση
οι ξυλέμποροι και οι εταιρείες συσκευασιών -έτσι, σύσσωμη η ξυλοβιομηχανία αποφάσισε να μην
κάνει καμιά παραχώρηση στους εργάτες.

3 Μαΐου: Οι πρώτες αιματηρές επιθέσεις της αστυνομίας

Παρόλα αυτά, τη Δευτέρα 3 Μαΐου η εξάπλωση της απεργίας και η ζημιά που είχαν υποστεί οι έμποροι και οι βιομήχανοι ήταν τρομακτική. Για να σπάσει η απεργία ήταν πια αναγκαία μια καθαρά επιθετική ενέργεια. Τη Δευτέρα τα γκλομπ της αστυνομίας άρχισαν να διαλύουν τις πορείες και τις
συγκεντρώσεις και χύθηκε το πρώτο αίμα έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ, όταν απεργοσπάστες προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η Αστυνομία και οι μπράβοι της επιχείρησης επενέβησαν δυναμικά. Σκότωσαν τέσσερις απεργούς και τραυμάτισε πολλούς, προκαλώντας οργή στην εργατική τάξη της πόλης.

4 Μαΐου: Η προβοκάτσια της αστυνομίας και η δίωξη των αγωνιστών

Την επομένη αποφασίστηκε συλλαλητήριο καταδίκης της αστυνομικής βίας στην πλατεία
Χεϊμάρκετ, με πρωτοστατούντες τους αναρχικούς. Η συγκέντρωση ήταν πολυπληθής και ειρηνική.
Γύρω στις 10 μια δυνατή καταιγίδα άρχισε να διαλύει τη συγκέντρωση, ενώ εκείνη την ώρα ο Σπάιζ
και ο Πάρσονς είχαν φύγει. Ο μόνος που είχε μείνει ήταν ο Φήλντεν που μιλούσε στον κόσμο που
ήταν ακόμα εκεί. Τον δήμαρχο Χάρρισον δε, που είχε κρίνει ότι η συγκέντρωση ήταν ειρηνική και ότι
όλα είχαν τελειώσει, φεύγοντας λίγο μετά τις 10 διαδέχτηκε η αστυνομία με εντολή να διαλύσει δια της βίας τη συγκέντρωση. Οι διαδηλωτές αρνήθηκαν να αποχωρήσουν και τότε ρίφθηκε μια χειροβομβίδα σκοτώνοντας έναν αστυνομικό, τραυματίζοντας δεκάδες και δίνοντας την αφορμή στην αστυνομία να ανοίξει πυρ κατά βούληση κατά των συγκεντρωμένων, σκοτώνοντας τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και τραυματίζοντας 200, ενώ έξι αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά.

     Οι εφημερίδες, όχι μόνο στο Σικάγο, αλλά και παντού, άρχισαν να σπέρνουν τον πανικό.
Απαίτησαν την εκτέλεση όλων των ανατρεπτικών στοιχείων. Μέσα σε λίγες μέρες η αστυνομία
συνέλαβε τους κυριότερους αναρχικούς επαναστάτες της πόλης – τους Σπάιζ, Φήλντεν, Στσουώμπ,
Άντολφ Φίσερ, Τζωρτζ Ένγκελ, Λούις Λινγκ, Όσκαρ Νημπ και άλλους, ακόμα και τους 25 τυπογράφους της “Εργατικής Εφημερίδας”. Ο μόνος που διέφυγε ήταν ο Πάρσονς που η αστυνομία δεν μπορούσε να τον συλλάβει παρά το φοβερό κυνηγητό. Η τροφοδότηση της υστερίας του κοινού κατάντησε να είναι πρωταρχική δραστηριότητα της αστυνομίας, η οποία άρχισε μαζικές εφόδους, φυλακίζοντας οποιονδήποτε είχε έστω και ελάχιστη σχέση με το ριζοσπαστικό κίνημα. Φρόντιζε, βέβαια, οι επιδρομές της να έχουν αποτελέσματα, καθώς κάθε μέρα ανακάλυπταν πυρομαχικά, καραμπίνες, πιστόλια, αναρχικά φυλλάδια, κόκκινες σημαίες, δυναμίτη, κτλ. Και κάθε εύρημα της αστυνομίας διατυμπανιζόταν από τις εφημερίδες.

1886: Η καταδίκη των αναρχοσυνδικαλιστών

     Για τη βομβιστική επίθεση, που προκάλεσε τον θάνατο του αστυνομικού, κατηγορήθηκαν οι αναρχοσυνδικαλιστές Άουγκουστ Σπις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ
Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς, που ήταν από τους οργανωτές της διαδήλωσης. Ο εισαγγελέας Τζούλιους Γκρίνελ ζήτησε τη θανατική ποινή και για τους οκτώ κατηγορουμένους, χωρίς να προσκομίσει κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με τη βομβιστική επίθεση. Το γεγονός ότι αυτοί οι αγωνιστές δικάζονταν για τις ιδέες τους και όχι για τις πράξεις τους, διαφαίνεται απ’ το ότι η δίκη ήταν στημένη και η καταδίκη προκαθορισμένη. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι οι ένορκοι δεν διαλέχτηκαν με το συνηθισμένο τρόπο της τυχαίας κλήρωσης, αλλά εξετάστηκαν 981 υποψήφιοι για να διαλεχτούν τελικά οι 12 ένορκοι, ανάμεσα στους οποίους ήταν κι ένας συγγενής του θύματος.
     Επιβλήθηκε η ποινή του απαγχονισμού στους επτά κατηγορούμενους και φυλάκιση 15 χρόνων
στον Όσκαρ Νημπι. Τελικά, ο κυβερνήτης Όγκσλμπυ μετέτρεψε την ποινή του Φήλντεν και του Σβαμπ σε ισόβια, ο Λινγκ αυτοκτόνησε την προηγούμενη της εκτέλεσής του και οι υπόλοιποι τέσσερις κρεμάστηκαν στις 11 Νοεμβρίου 1887.
     Στις 26 Ιουνίου 1893 ο κυβερνήτης του Ιλινόις, Τζον Πίτερ Άλτγκελντ παραδέχθηκε ότι και οι οκτώ καταδικασθέντες ήταν αθώοι και κατηγόρησε τις αρχές του Σικάγου. Ως μια ύστατη πράξη δικαίωσης έδωσε χάρη στους φυλακισμένους Φίλντεν, Νίμπε και Σβαμπ. Αυτό ήταν και το πολιτικό του τέλος. Μέχρι σήμερα παραμένει ανεξακρίβωτο ποιος ήταν ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης, αν κι εμείς έχουμε μια υποψία…


Ήρθε η ώρα για τις μάχες της γενιάς μας

     Οι εργάτες του Σικάγο τότε κατάφεραν να κατοχυρώσουν την οκτάωρη εργασία παρά
την τρομοκρατία και την βίαιη καταστολή των κινητοποιήσεών τους από την αστυνομία και
τους μπράβους των αφεντικών. Μέχρι σήμερα η δικαίωση του αγώνα τους αποτελεί λαμπρό
παράδειγμα στην ιστορία του εργατικού κινήματος και δείχνει ότι όταν η εργατική τάξη, δηλαδή
αυτοί που παράγουν τον πλούτο, αγωνίζεται μαζικά για όσα της ανήκουν στο τέλος τα κατακτά.
Άλλωστε έχουμε πολύ παραπάνω δύναμη από τους πλουτοκράτορες, αυτοί ζουν επειδή εμείς
δουλεύουμε για αυτούς, αρκεί να το συνειδητοποιήσουμε, να σταματήσουμε να τους συντηρούμε
και να στρέψουμε τα γρανάζια των μηχανών προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.
     Οι εργατικές συνθήκες σήμερα, 150 χρόνια σχεδόν μετά το Μάη του 1886, τείνουν να
γίνουν οι ίδιες με τότε, καθώς όσα εργατικά δικαιώματα κατάφερε με αγώνες να αποσπάσει
η εργατική τάξη από το κεφάλαιο, καταστρατηγούνται το ένα μετά το άλλο. Η κατάργηση των
συλλογικών συμβάσεων και του οκταώρου, η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, η μαύρη
ανασφάλιστη εργασία, η τρομοκρατία στους εργασιακούς χώρους, η ανεργία, οι μισθοί ανέχειας, η
ακύρωση της συνδικαλιστικής δύναμης με το ξεπούλημα των «εργατοπατέρων» , σε συνδυασμό
με την κρατική καταστολή κάθε κινητοποίησης μας έχουν οδηγήσει πίσω στον εργασιακό
μεσαίωνα του 1800. Επίσης, τα κοινωνικά δικαιώματα στη δημόσια και δωρεάν παιδεία και υγεία
μετατρέπονται σταδιακά σε εμπορεύματα για λίγους. Μέχρι τώρα το κεφάλαιο και οι συνεργάτες
του (αστικές κυβερνήσεις- ΕΕ-ΔΝΤ) αυξάνουν τα κέρδη τους ανενόχλητοι, σε βάρος των λαών,
καθώς δεν έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με καμία σοβαρή και οργανωμένη αντίδραση του εργατικού
κινήματος.
     Ο μόνος τρόπος αντίστασης και ανατροπής αυτού του εκμεταλλευτικού συστήματος
είναι ο αγώνας μέσα από συλλογικές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, με πιο
δυνατό όπλο μας την απεργία διαρκείας. Η κατάσταση πρέπει να περάσει στα χέρια μας, να
παλέψουμε μαζί με τους φυσικούς μας συμμάχους, δηλαδή με τους νέους και τους εργαζόμενους
από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και τους μετανάστες που είναι το πλέον εκμεταλλευόμενο
κομμάτι της κοινωνίας μας. Χρέος μας είναι να παρεμβαίνουμε άμεσα και να διεκδικούμε έμπρακτα
τα συμφέροντα της τάξης μας. Αυτή την περίοδο, που το σύστημα έχει εξαπολύσει βίαιη επίθεση
εναντίον μας και ταυτόχρονα αναδεικνύονται νεοναζιστικά στοιχεία στο πολιτικό και κοινωνικό
προσκήνιο, οι εκλογές πρέπει να αποτελέσουν την πραγματική καταγραφή των πολιτικών
ρευμάτων της κοινωνίας μας και όχι η αποχή μας να γίνει εργαλείο χειραγώγησης στα
χέρια της άρχουσας τάξης. Γι’ αυτό πιστεύουμε πως πρέπει όλοι μας να πάρουμε ξεκάθαρη
πολιτική θέση, να καταδικάσουμε με την ψήφο μας τα αστικά κόμματα και να στηρίξουμε τα
αριστερά μέτωπα του κινήματος. Βέβαια ο αγώνας μας κρίνεται στην αλλαγή των συνειδήσεών μας
και στις μάχες του δρόμου.



ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΤΙΣ 11.00
Προσυγκέντρωση στο σαλόνι της Α΄ ΦΕΠΑ στις 10.00




Δεν υπάρχουν σχόλια: